φοινικελίκτης

φοινικελίκτης
ὁ, Α
απατηλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖνιξ, -οίνικος + -ελίκτης (< ἑλίσσω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Φοινικέλικτος — ὁ, Α φοινικελίκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού φοινικελίκτης, κατά τα αρσ. σε ος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”